εύθηρος
From LSJ
Greek Monolingual
εὔθηρος, -ον (Α)
1. ο τυχερός στο κυνήγι («εὔθηρος ὀρνέων ἵρηξ», Βάβρ.)
2. (για τον θεό Πάνα) αυτός που παρέχει πετυχημένο κυνήγι («εὐθήρω Πανί προσευξάμενοι»)
3. ο κατάλληλος να δελεάζει το θήραμα, ο κατάλληλος για δόλωμα («καὶ ἔστιν εὔθηρα ταῦτα», Αιλ.)
4. αυτός που έχει άφθονο κυνήγι («Μυκάλη τὸ ὅρος εὔθηρον καὶ εὔδενδρον», Στράβ.)
5. το αρσ. ως ουσ. oἱ εὔθηροι
σύλλογος κυνηγών στην Πέργαμο
6. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔθηρον
το επιτυχημένο κυνήγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θηρ «θηρίο, άγριο ζώο»].