διάρτισις
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
English (LSJ)
εως, ἡ, A moulding, shaping, EM361.8, Suid.; composition, prob. l. for διάρτησις, Gal.15.102.
German (Pape)
[Seite 601] ἡ, Gestaltung, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
διάρτῐσις: -εως, ἡ, = διαρτία, Ἐτυμ. Μ. 361. 8, Σουΐδ.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
acción de dar forma, conformación de los elementos del cuerpo, Gal.15.102, c. gen. τῶν ἄρτων EM 361.7G.