βαμπιρισμός

From LSJ
Revision as of 08:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an

Menander, Monostichoi, 375

Greek Monolingual

ο
σαδιστική σεξουαλική παρέκκλιση, κατά την οποία ενεργεί διεγερτικά ή λείξη αίματος από τραύματα που προκαλούνται στον σεξουαλικό σύντροφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου
πρβλ. αγγλ. vampirism < vampire (πρβλ. βαμπίρ) + (κατάλ.) -ism (πρβλ. -ισμός)].