το (AM βαλάντιον, Α και βαλλάντιον)1. σακούλι για χρήματα, πουγγί2. χρηματικό ποσό.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για λ. δάνεια από μία βορειοβαλκανική γλώσσα (πρβλ. λατ. follis)].