γαμήσι

From LSJ
Revision as of 08:27, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek Monolingual

το
η συνουσία, η σαρκική μίξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. (το) γαμήσει < αρχ. γαμήσειν, απρμφ. μέλλοντος του γαμέω, -ώ (πρβλ. το γεννήσι, το κοιμήσι, κ.λπ.)].