γεννησιμιός

From LSJ
Revision as of 08:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεοῦ δὲ πληγὴν οὐχ ὑπερπηδᾷ βροτός → Haud ullus umquam transilit plagam die → Kein Sterblicher springt weiter als des Gottes Schlag

Menander, Monostichoi, 251

Greek Monolingual

-ά, -ό
1. αυτός που υπάρχει σε κάποιον εκ γενετής
2. το γνήσιο τέκνο
3. φρ. «από γεννησιμιού» — εκ γενετής, απ' τη στιγμή της γέννησης του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεννησ-ιμαίος < γέννησις (-η) + (κατάλ.) -ιμαίος (πρβλ. αναδεξιμιός, βαφτισιμιός)].