γιαγιά

Revision as of 08:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

και υποκορ. γιαγιάκα, η
1. η μητέρα του πατέρα ή της μητέρας
2. (ως προσηγορία ηλικιωμένων γυναικών γενικά) σεβαστή γριούλα
3. (σπάν.) η αδελφή της γιαγιάς, η μεγάλη θεία
4. φρ. «μεγάλη γιαγιά ή προγιαγιά» — η μητέρα της γιαγιάς, η προμάμμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη της παιδικής γλώσσας (πρβλ. αρχ. μάμμη)].