εγωκεντρισμός

From LSJ
Revision as of 08:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278

Greek Monolingual

ο
ψυχοπαθολογική τάση να ανάγει κανείς τα πάντα στο άτομό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. egocentrisme < λατ. ego + γαλλ. centre «κέντρο» + κατάλ. -isme)].