εξουσιοδοτώ

From LSJ
Revision as of 08:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft

Menander, Monostichoi, 551

Greek Monolingual

-έω
χορηγώ σε κάποιον το δικαίωμα να ενεργήσει για λογαριασμό μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξουσία + -δοτώ (< δίδωμι, πρβλ. επι-δοτώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικό Νομοτεχνικό Ιταλοελληνικό].