Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news
διερῶ (Α)στραγγίζω, φιλτράρω.[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (ά) + ερώ (-άω) «χύνω έξω, ξεχύνω»(πρβλ. απερώ, εξερώ, κατερώ κ.ά.)].