επιδερμίδα
Greek Monolingual
η (AM ἐπιδερμίς)
η εξωτερική στιβάδα του δέρματος, το επιθήλιο που εκτείνεται σε όλη την επιφάνεια του σώματος
νεοελλ.
η διαφανής μεμβράνη που καλύπτει όλα τα μέρη του φυτού
αρχ.
η μεμβράνη στα δάχτυλα των υδρόβιων πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θ. δερμ- (< δέρμα) + -ίς
η λέξη σχηματίζεται με το θέμα της ονομαστικής (δερμ-)
πρβλ. και υπο-δερμ-ίς
ο Ερωτιανός παραδίδει και τ. επιδερματ-ίς από το θ. της γεν. (δερματ-)].