επιθήλιο

From LSJ

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source

Greek Monolingual

το
(ιστολ.) ιστός που αποτελείται από κύτταρα, τα οποία σχηματίζουν μία ή περισσότερες στιβάδες, και επενδύει όλες τις εξωτερικές (επιδερμίδα) και τις εσωτερικές (βλεννογόνους) επιφάνειες του σώματος, αλλιώς επιθηλιακός ιστός.