εταζέρα

From LSJ
Revision as of 08:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

Greek Monolingual

η
1. έπιπλο με οριζόντια ή και μερικά κάθετα χωρίσματα για τοποθέτηση διαφόρων αντικειμένων, που χρησιμοποιείται μερικές φορές και ως βιβλιοθήκη
2. σανίδα ή σανίδες στερεωμένες στον τοίχο (ράφια).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. etagere < etage «όροφος, πάτωμα»)].