ετεροφώτιστος

From LSJ
Revision as of 08:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχηFortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück

Menander, Monostichoi, 428

Greek Monolingual

-η, -ο
βλ. ετερόφωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -φωτιστος (< φωτίζω) πρβλ. α-φώτιστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].