ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal
-η, -ο (ΑΜ εὐθύδικος, -ον)αυτός που κρίνει σωστά, αυτός που δικάζει δίκαιααρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐθύδικονη ευθυδικία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -δικος < δίκη (πρβλ. ά-δικος, κατά-δικος)].