Νικᾷ παλαιὰς χάριτας ἡ νέα χάρις → Officia vetera vincit officium novum → Die neue Gunst besiegt den alten Gunsterweis
ἑτοιμόπιστος, -ον (Μ)ο εύπιστος, ο ευκολόπιστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + πιστός, πρβλ. δύσ-πιστος, εύ-πιστος].