βάλσαμο
From LSJ
Ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → Being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it.
Greek Monolingual
και μπάλσαμο και βάρσαμο, το και βάλσαμος και βάρσαμος και μπάλσαμος, ο (AM βάλσαμον, το, Α και βάρσαμον, το, Μ και βάρσαμος, ο)
1. βαλσαμόδεντρο, δέντρο με αρωματική ρητίνη Balsamodendrum opobalsamum
2. η ρητίνη του βαλσάμου, φάρμακο για τα τραύματα και τους κωλικούς
3. (γενικά) αρωματικό φυτό
νεοελλ.
1. φάρμακο, γιατρικό
2. παρηγοριά, ανακούφιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειο πιθ. σημιτικής προελεύσεως (πρβλ. εβρ. bāšām, αραβ. ba šām)].