μπάλσαμος

From LSJ

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source

Greek Monolingual

μπάλσαμος, ὁ (Μ)
το βάλσαμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μπάλσαμο με αλλαγή γένους].