ευρεσίτεχνος

From LSJ
Revision as of 09:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὑρεσίτεχνος, -ον)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ευρεσίτεχνο
δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
αρχ.
αυτός που ανακαλύπτει τέχνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρεσι- (< ευρίσκω) -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. έν-τεχνος, κακό-τεχνος).