εφτάρα
From LSJ
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
η
σύνολο επτά ομοειδών μονάδων, επτάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφτά + κατάλ. -αρα (πρβλ. δυ-άρα, εξ-άρα)].