ζυμωταριά

From LSJ
Revision as of 09:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

Greek Monolingual

η ζυμώνω
η σκάφη όπου ζυμώνεται το αλεύρι, το ζυμωτήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυμώνω + κατάλ. -ταριά (πρβλ. ξαπλω-ταριά, ψησ-ταριά)].