ζωστάρι

From LSJ
Revision as of 09:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340

Greek Monolingual

το (AM ζωστάριον)
νεοελλ.
ζώνη, ζωνάρι
μσν.-αρχ.
στρατιωτικό ένδυμα που φθάνει μέχρι τα γόνατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ζωστός (του ζώννυμι) + κατάλ. -άρι(ον), πρβλ. ειλη-τάρι(ον), προσευχη-τάρι(ον)].