ζωοτεχνία

From LSJ
Revision as of 09:16, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ → estimate the penalty for myself at so high a rate

Source

Greek Monolingual

η
ζωολ. εφαρμοσμένη επιστήμη, αντικείμενο της οποίας είναι η μελέτη τών συνθηκών και τών μεθόδων εκτροφής και αναπαραγωγής τών παραγωγικών ζώων κατά τρόπο επωφελή για τον άνθρωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zootechny < zoo- (πρβλ. ζω(ο)- [ΙΙ]) + techny (πρβλ. -τεχνία < -τεχνης < τέχνη)].