ζωοτεχνία
From LSJ
Greek Monolingual
η
ζωολ. εφαρμοσμένη επιστήμη, αντικείμενο της οποίας είναι η μελέτη τών συνθηκών και τών μεθόδων εκτροφής και αναπαραγωγής τών παραγωγικών ζώων κατά τρόπο επωφελή για τον άνθρωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zootechny < zoo- (πρβλ. ζω(ο)- [ΙΙ]) + techny (πρβλ. -τεχνία < -τεχνης < τέχνη)].