ηδύθρους

From LSJ
Revision as of 09:18, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Φιλόπονος ἴσθι καὶ βίον κτήσῃ καλόν → Si non laboris te piget, vives bene → Sei arbeitsam, dann hast du reichlich Lebensgut

Menander, Monostichoi, 527

Greek Monolingual

ἡδύθρους, -ουν και -οος, -οον δωρ. τ. ἁδύθρους, -ουν και -οος, -οον, (Α)
αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκόλαλος («ἡδύθρους Μοῡσα», Ευρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -θρους (< θρέομαι «ξεφωνίζω»), πρβλ. αλλό-θρους, δημό-θρους, μιξό-θρους].