μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves
-η, -οαυτός που κινείται με ηλεκτρισμό («ηλεκτροκίνητο λεωφορείο»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο- + -κινητος (< κινώ), πρβλ. ατμο-κίνητος, χειρο-κίνητος].