ημεροκαλλές

From LSJ
Revision as of 09:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source

Greek Monolingual

ἡμεροκαλλές, τὸ (Α)
είδος κίτρινου κρίνου που ανθεί μόνο μία ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -καλλές (ουδ. του β' συνθετικού επιθέτων -καλλής < κάλλος, πρβλ. ζα-καλλής, περι-καλλής].