ημικλήριον
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
Greek Monolingual
ἡμικλήριον, τὸ (Α)
1. το μισό μέρος της κληρονομιάς κάποιου
2. το μισό του κλήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κλήρ-ιον (< θ. κληρ- του κλήρος + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. παιδ-ίον)].