ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαι → become a monkey instead of a lion
ἡλουργός, ὁ (Μ)ο κατασκευαστής καρφιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος + -ουργός (< έργο), πρβλ. ξυλ-ουργός, οπλ-ουργός].