Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
-ές (Α ἡμιρραγής, -ές)
εν μέρει ραγισμένος, μισοσπασμένος, μισοραγισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -ρραγής < θ. ραγ- (πρβλ. ερράγην, αόρ. του ρ. ρήγνυμαι), πρβλ. αιμο-ρραγής, α-ρραγής].