ημιρραγής

From LSJ
Revision as of 09:28, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

-ές (Α ἡμιρραγής, -ές)
εν μέρει ραγισμένος, μισοσπασμένος, μισοραγισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -ρραγής < θ. ραγ- (πρβλ. ερράγην, αόρ. του ρ. ρήγνυμαι), πρβλ. αιμο-ρραγής, α-ρραγής].