δαΐζω
English (LSJ)
aor. ἐδάϊξα (v. infr.):—Med. fut.
A δαΐσονται Man.4.615:— Pass. (v. infr., cf. δαίω B):—poet. (Trag.in lyr.), cleave asunder, πάντα διεμοιρᾶτο δαΐζων Od.14.434; χιτῶνα περὶ στήθεσσι δαΐξαι Il.2.416, cf. 7.247; δαΐζων ὀξέϊ χαλκῷ 24.393; κάρανα δαΐξας A.Ch.396. 2 slay, δαΐζων ἵππους τε καὶ ἀνέρας Il.11.497; τέκνον δαΐξω A.Ag.208: freq. in Pass., χαλκῷ δεδαϊγμένος Il.22.72, etc.; δεδαϊγμένος ἦτορ pierced through the heart, 17.535; δεδαϊγμένον ἦτορ a heart torn by misery, Od.13.320; ἐκ βελέων δαϊχθείς Pi.P.6.33; ἐξ ἐμᾶν χερῶν E. IT872. 3 rend, χερσὶ κόμην ᾔσχυνε δαΐζων Il.18.27 (so in Med. fut., Man.l.c.); δαΐζειν πόλιν destroy it utterly, A.Supp.680, cf. Ch. 396. 4 divide, ἐδαΐζετο θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν Ἀχαιῶν their soul was divided within them, Il.9.8; δαϊζόμενος κατὰ θυμὸν διχθάδια divided or doubting between two opinions, 14.20; δαΐζειν ἐννέα μοίρας to divide into .., Orph.L.712. 5 = δαινύναι (q. v.), θυσίας ἃς δαΐζοι ἁ πόλις IG7.207 (Aegosthena). [δᾰ-; but δᾱ- Il.11.497, A.Ch.396.] (Prob. δαϝίζω from *δα-ϝο-ς 'cut'; cf. δᾰ-τέομαι.)