ηχοβολίδα

From LSJ
Revision as of 09:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

η
συσκευή ηχοεντοπισμού που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του βάθους τών ωκεανών και για τον εντοπισμό υποβρύχιων αντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στον λόγιο τ. ηχοβολίς, αποτελεί απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. echo-sounder)].