θαλαμίσκος

From LSJ
Revision as of 09:34, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230

Greek Monolingual

ο
(υποκορ. του θάλαμος)
1. μικρός θάλαμος, δωματιάκι
2. αστροναυτ. διαμέρισμα επανδρωμένου διαστημοπλοίου στο εσωτερικό του οποίου επιστρέφουν οι αστροναύτες στη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + κατάλ. υποκορ. -ισκος (πρβλ. λοφ-ίσκος, υπαλληλ-ίσκος). Η λ. μαρτυρείτλαι από το 1851 στο περ. (Νέα) Πανδώρα].