θεοδικία

From LSJ
Revision as of 09:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians

Source

Greek Monolingual

η
1. η κρίση του θεού για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου η οποία εκδηλώνεται με υπερφυσικά σημάδια
2. η δικαίωση του θεού για τη δημιουργία του κακού στον κόσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. λατ. judicium dei < θεο- + -δικία (< -δικος < δίκη), πρβλ. ά-δικος > α-δικία φυγό-δικος > φυγο-δικία. Η λ. μαρτυρείτάι από το 1845 στον Κων. Α. Κουμανούδη].