ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
θυμοβολῶ, -έω (Μ)
προσβάλλω κάποιον βίαια, επιτίθεμαι ορμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -βολώ (< -βόλος < βόλος < βάλλω), πρβλ. ακτινο-βολώ, λιθο-βολώ].