ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
ἱεραύλης, ὁ (Α)
αυτός που έπαιζε τον αυλό στις θυσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) + -αύλης (< αυλώ, -έω) < αυλός), πρβλ. χορ-αύλης].