ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → mine age is as nothing before thee
ἱμερόφωνος, -ον (Α)αυτός που έχει φωνή γεμάτη πόθο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. οξύ-φωνος, πολύ-φωνος].