ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
ἰσοεπής, -ές (Α)ίσος κατά την ομιλία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ισ(ο)- + -επής (< ἔπος), πρβλ. δεινο-επής, ψευδο-επής].