ισήλιξ

From LSJ
Revision as of 10:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source

Greek Monolingual

ἱσῆλιξ, -ικος, ὁ, ἡ (Α)
ίσος κατά την ηλικία με κάποιον άλλο, συνομήλικος («δαίμονος μεγάλου... ἰσήλικος τοῖς ἀειγενέσι θεοῑς», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ἧλιξ «συνομήλικος (πρβλ. ομ-ῆλιξ)].