μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling
ἱκετήσιος, -ία, -ον (Α)1. (ως επίθ. του Διός) Ἱκετήσιοςο προστάτης τών ικετών2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἱκετήσιοςο ικέτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης + κατάλ. -ησιος (πρβλ. βιοτ-ήσιος, φιλοτ-ήσιος)].