ιπποκρατία

From LSJ
Revision as of 10:07, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source

Greek Monolingual

ιπποκρατία, ἡ (Α)
επικράτηση του ιππικού, νίκη του ιππικού σε μάχηχαίρω τῇ ἱπποκρατίᾳ», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -κρατία (< -κράτης < κράτος), πρβλ. δημο-κρατία, λαο-κρατία].