καιροφυλακώ
From LSJ
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
καιροφυλακῶ, -έω (Α)
φροντίζω, περιποιούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + -φυλακώ (< -φύλαξ < φύλαξ), πρβλ. ημερο-φυλακώ, σωματο-φυλακώ].