ιχθυαγορά

From LSJ
Revision as of 10:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau

Menander, Monostichoi, 98

Greek Monolingual

η
αγορά στην οποία πωλούνται κυρίως αλιεύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -αγορά (< ἀγορά), πρβλ. κρεατ-αγορά, ψαρ-αγορά].