ιχθυαγορά
From LSJ
Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
η
αγορά στην οποία πωλούνται κυρίως αλιεύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -αγορά (< ἀγορά), πρβλ. κρεατ-αγορά, ψαρ-αγορά].