Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καραμέλα

From LSJ
Revision as of 13:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.

Greek Monolingual

και καραμέλλα, η
1. σκληρό ζαχαρωτό μικρού μεγέθους που διαλύεται στο στόμα με πιπίλισμα
2. είδος ζάχαρης που παρασκευάζεται σε μικρά τετραγωνικά κομμάτια
3. μτφ. καθετί γλυκό, εύγευστο, ευχάριστο
4. φρ. «πιπιλίζει κάτι σαν καραμέλα» — τον ευχαριστεί να επαναλαμβάνει συνεχώς κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. caramella < λατ. cannamella «ζαχαροκάλαμο»].