κεραμιδαρειό
From LSJ
Ἐπιλανθάνονται πάντες οἱ παθόντες εὖ → Cunctis memoria est fluxa, quis factum bene est → Vergesslich alle, denen Gutes widerfährt
Greek Monolingual
το
1. κεραμοποιείο
2. τόπος με πολλά κεραμίδια
3. φρ. «τά κάνε κεραμιδαρειό» — κατέστρεψε τελείως τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμίδ-ι + κατάλ. -αρειό (πρβλ. γυφτ-αρειό, τεμπελ-αρειό)].