Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κεντρωμάδα

From LSJ
Revision as of 13:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Θεῷ μάχεσθαι δεινόν ἐστι καὶ τύχῃ → Obsistere est difficile fortunae et deo → Mit Gott zu kämpfen ist gefährlich und dem Glück

Menander, Monostichoi, 247

Greek Monolingual

η
1. εμβολιασμός δέντρου, κέντρωμα
2. το μέρος του δένδρου στο οποίο τοποθετείται το κέντρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρωμα + κατάλ. -άδα, πρβλ. ασκημ-άδα, χαραμ-άδα].