κιονοστάτης

Revision as of 13:27, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ο
κιονόβαθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίων + -στάτης < θ. στα- (πρβλ. -στά-θην, παθ. αόρ. του ἵστημι), πρβλ. υδρο-στάτης, φανο-στάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στο Λεξικόν στρατιωτικών όρων του Αντώνιου Ηπίτη].