Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
οκιονόβαθρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κίων + -στάτης < θ. στα- (πρβλ. ἐ-στά-θην, παθ. αόρ. του ἵστημι), πρβλ. υδρο-στάτης, φανο-στάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στο Λεξικόν στρατιωτικών όρων του Αντώνιου Ηπίτη].