ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
κλεψιμαχῶ, -έω (Μ)μάχομαι κρυφά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- + μαχῶ (< -μάχος < μάχη), πρβλ. μονο-μαχώ, ξιφο-μαχώ].