κλειδοκόκαλο

Revision as of 13:34, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

το
το οστό της κλείδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλείδα + -κόκαλο (< κόκαλο), πρβλ. ραχο-κόκαλο, ψαρο-κόκαλο].