κλώναξ

From LSJ
Revision as of 13:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127

Greek Monolingual

κλῶναξ, ὁ (AM)
μικρός κλώνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλών + κατάλ. -αξ (πρβλ. θύνν-αξ, σκύλ-αξ)].