κλώναξ

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source

Greek Monolingual

κλῶναξ, ὁ (AM)
μικρός κλώνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλών + κατάλ. -αξ (πρβλ. θύνναξ, σκύλαξ)].