λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
κλῶναξ, ὁ (AM)μικρός κλώνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλών + κατάλ. -αξ (πρβλ. θύνναξ, σκύλαξ)].